Καθώς η Ελλάδα περιηγείται στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης υγειονομικής περίθαλψης, η σημασία της ιεράρχησης των πρωτοβουλιών για τη δημόσια υγεία δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Παρά την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και το ανθεκτικό της πνεύμα, αποδεικνύει καθημερινά ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας της δεν είναι ακόμα έτοιμο να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στο σύνολό του , προάγοντας παράλληλα και την ευημερία των πολιτών της.
Ένα από τα κύρια ζητήματα που αντιμετωπίζει η δημόσια υγεία στην Ελλάδα είναι η ανάγκη για ολοκληρωμένη προληπτική φροντίδα. Αυτό ωστόσο μοιάζει ως πολυτέλεια στην ατζέντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας αφού η χώρα δεν διαθέτει μια ισχυρή υποδομή υγειονομικής περίθαλψης, την ίδια στιγμή που υπάρχει επιτακτική ανάγκη να στραφεί η προσοχή σε προληπτικά μέτρα που αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες της ασθένειας. Αυτό περιλαμβάνει την προώθηση επιλογών υγιεινού τρόπου ζωής, όπως η τακτική άσκηση και η ισορροπημένη διατροφή, για τον μετριασμό της αύξησης μη μεταδοτικών ασθενειών όπως ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές διαταραχές.
Επιπλέον, η Ελληνική Πολιτεία οφείλει επιτέλους να επενδύσει σε υπηρεσίες ευαισθητοποίησης και υποστήριξης για την ψυχική υγεία. Το άγχος της σύγχρονης ζωής, σε συνδυασμό με την οικονομική αβεβαιότητα, έχουν οδηγήσει σε αύξηση των διαταραχών ψυχικής υγείας σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Αποστιγματίζοντας τις ψυχικές ασθένειες και διευρύνοντας την πρόσβαση στη συμβουλευτική και τη θεραπεία, η Ελλάδα μπορεί να καλλιεργήσει μια κουλτούρα συναισθηματικής ευεξίας και ανθεκτικότητας.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο , τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι από εμάς που χρειάστηκε να νοσηλευτούμε είτε εμείς είτε κάποιος δικός μας άνθρωπος , αντιμετωπίζουν μυριάδες δύσκολες προκλήσεις, που απορρέουν από οικονομικούς περιορισμούς, έλλειψη πόρων και συστημικές ανεπάρκειες. Αυτά τα ζητήματα έχουν βαθιές επιπτώσεις τόσο για τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης όσο και για τους ασθενείς κυρίως , υπογραμμίζοντας εδώ και αρκετά χρόνια την επείγουσα ανάγκη για ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις για τη διασφάλιση της παροχής ποιοτικής περίθαλψης.
Μία από τις πρωταρχικές προκλήσεις που μαστίζουν τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα είναι ασφαλώς η οικονομική πίεση. Χρόνια οικονομικής αστάθειας και μέτρα λιτότητας έχουν επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς της υγειονομικής περίθαλψης, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή χρηματοδότηση για βασικές υπηρεσίες και συντήρηση υποδομών. Ως αποτέλεσμα, τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν ελλείψεις ιατρικών προμηθειών, ξεπερασμένο εξοπλισμό και υποστελέχωση, εμποδίζοντας την ικανότητά τους να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού.
Επιπλέον, τα γραφειοκρατικά εμπόδια και η αναποτελεσματικότητα στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης επιδεινώνουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία. Οι δυσκίνητες διοικητικές διαδικασίες, οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής και τα κατακερματισμένα κανάλια επικοινωνίας εμποδίζουν την παροχή έγκαιρης και συντονισμένης φροντίδας. Οι ασθενείς συχνά βιώνουν καθυστερήσεις στην πρόσβαση στις υπηρεσίες και στην πλοήγηση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, που οδηγεί σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια.
Μια άλλη σημαντική πρόκληση είναι το brain drain στο χώρο των επαγγελματιών υγείας. Ειδικευμένοι γιατροί, νοσηλευτές και άλλοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας εγκαταλείπουν την Ελλάδα αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό, επιδεινώνοντας τις ελλείψεις προσωπικού και υπονομεύοντας την ικανότητα των δημόσιων νοσοκομείων να παρέχουν ποιοτική περίθαλψη. Η διατήρηση και η παροχή κινήτρων στους επαγγελματίες υγείας να παραμείνουν στην Ελλάδα είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος και τη διασφάλιση της συνέχειας της περίθαλψης για τους ασθενείς. Ωστόσο φαντάζει πιο πιθανό το Brain drain από τους επαγγελματίες υγείας να ενισχυθεί παρά να μειωθεί καθώς μόνο ελκυστικό δεν φαντάζει ο χώρο της υγείας στην Ελλάδα, ειδικά όταν παρατηρούνται περιστατικά εξάντλησης των γιατρών από τις πολύωρες εφημερίες .
Επιπλέον, η πανδημία COVID-19 έχει ασκήσει άνευ προηγουμένου πίεση στα δημόσια νοσοκομεία, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ισχυρούς μηχανισμούς ετοιμότητας και αντίδρασης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Τα νοσοκομεία έχουν αντιμετωπίσει συντριπτικούς όγκους ασθενών, ελλείψεις κρεβατιών εντατικής θεραπείας και αναπνευστήρων και εξάντληση μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγείας πρώτης γραμμής. Η ενίσχυση των υποδομών υγειονομικής περίθαλψης, η ενίσχυση της ικανότητας αύξησης της δυναμικότητας και η επένδυση στην ετοιμότητα για πανδημίες είναι επιτακτική ανάγκη για τον μετριασμό των επιπτώσεων μελλοντικών κρίσεων υγείας.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, δυστυχώς δεν παρατηρούμε να γίνονται σοβαρές προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση και την αναζωογόνηση του δημόσιου νοσοκομειακού συστήματος της Ελλάδας. Πρωτοβουλίες που να στοχεύουν στον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών, στη βελτίωση της κατανομής των πόρων και στην ενίσχυση της λογοδοσίας που θα έπρεπε ήδη να έχουν υλοποιηθεί. Επιπλέον, οι επενδύσεις στην τεχνολογία υγειονομικής περίθαλψης, την τηλεϊατρική και τις ψηφιακές λύσεις υγείας που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της πρόσβασης στην περίθαλψη και τη βελτιστοποίηση της παροχής υγειονομικής περίθαλψης υπολειτουργούν πλήρως.
Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση των δύσκολων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα απαιτεί συντονισμένη και σοβαρή προσπάθεια από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και την ευρύτερη κοινότητα. Δίνοντας προτεραιότητα στις επενδύσεις σε υποδομές υγειονομικής περίθαλψης, αντιμετωπίζοντας τις ελλείψεις προσωπικού και ενισχύοντας την καινοτομία, η Ελλάδα μπορεί και είναι επιτακτικό να οικοδομήσει ένα πιο ανθεκτικό και βιώσιμο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού της αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ όσο δεν επενδύονται τα απαραίτητα κονδύλια που απαιτούνται για τον εξορθολογισμό της δημόσιας υγείας.
Ιωάννης Αβράμης
Νομικός – Πολιτικός Επιστήμονας