Ο όρος “φεστιβαλοποίηση” του πολιτισμού, μετράει , πλέον, κάποιες δεκαετίες στη δημόσια συζήτηση περί του πολιτισμού στο ευρωδυτικό πλαίσιο, αλλά και έξω από αυτό. Από την πρώτη περίοδο της εμφάνισής της, η πατρότητα της ανήκει στον Γερμανό κοινωνιολόγο Walter Siebel (1992), έως τις ημέρες μας έχουν συντελεστεί και συνεχίζουν να συντελούνται σημαντικές αλλαγές στο χώρο της τεχνολογίας, οι οποίες αλλάζουν εκ βάθρων την καθημερινότητα των ανθρώπων του σύγχρονου κόσμου.
Η εμφάνιση του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ψηφιοποίηση των πάντων, έχουν φέρει τα πάνω κάτω σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής. Και έχουν επιφέρει καθοριστικές αλλαγές στη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον πολιτισμό. Έχουν επιταχύνει τους χρόνους της καθημερινότητας και έχουν αυξήσει τις εντάσεις της. Και όσο οι χρόνοι επιταχύνονται και οι συνθήκες αλλοτρίωσης από το μέχρι χθες οικείο επεκτείνονται, τόσο περισσότερο επιζητούν οι άνθρωποι τη θαλπωρή του ασφαλούς και δοκιμασμένου. Ο πολιτισμός στο πλαίσιο του καπιταλισμού των υψηλών ταχυτήτων και των επιταχυνόμενων αλλαγών εμφανίζεται ως μια διέξοδος νοήματος για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Έτσι, παρατηρούμε, σε όλον τον πλανήτη, μια προσπάθεια, άλλοτε ακραία και αποκρουστική, άλλοτε επινοητική και δημιουργική, να διατηρηθούν μορφές της πολιτιστικής ζωής του παρελθόντος.
Ακραίες και αποκρουστικές, για αυτό και δεν τίθενται προς συζήτηση, είναι οι μορφές αναβίωσης και προσπάθειας επιβολής πολιτιστικών πρακτικών του παρελθόντος σε σύγχρονες κοινωνίες. Πρόκειται για αντιδραστικά πολιτιστικά και κοινωνικά φαινόμενα. Ένα πολύ ακραίο παράδειγμα, σχετικά πρόσφατο και ευρισκόμενο εν εξελίξει, με πιθανό αντίκτυπο σε πολλές περιοχές του πλανήτη, είναι η προσπάθεια άρσης της νομικής απαγόρευσης της κλειτοριδοεκτομής στα μικρά κορίτσια στην αφρικανική Γκάμπια.
Δημιουργικές και, πιθανώς, προοδευτικές είναι εκείνες οι πτυχές των αναβιώσεων, που συνδέουν το παλιό με το νέο. Στην περίπτωση των χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας, όπως η πατρίδα μας, η περίφημη συζήτηση περί επιρροών στην τέχνη και το ζήτημα της “ελληνικότητας”, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίες του 1970, άρχισε να αντικαθίσταται από την έννοια της “ελληνικής ταυτότητας”, εκφράζει το αντιφατικό ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούμαστε και δρούμε.
Δεν θα συνεχίσω σε αυτή την κατεύθυνση, απλώς θα κάνω ένα άλμα και θα θέσω το ερώτημα για το ρόλο του πολιτισμού στη σημερινή κατάρρευση της ελληνικής υπαίθρου. Οικονομικής, πολιτικής, δημογραφικής. Ποιος ο ρόλος του φαινομένου της φεστιβαλοποίησης σε μια τέτοια κατάσταση κατάρρευσης του κοινωνικού ιστού ολόκληρων περιοχών της επαρχίας;
Το ερώτημα τίθεται και κατά-τίθεται δημοσίως, επ΄ ευκαιρία του πολυήμερου φεστιβάλ στη Δυτική Μακεδονία, “μέρες γιορτών Βοΐου” και υπό τη διακριτική ονομασία “Πέλεκον”.
Ορισμένες εισαγωγικές πληροφορίες για τις φετινές δράσεις στο πλαίσιο των “εορτών”. Η έναρξη των φετινών δρώμενων θα γίνει την Τετάρτη 19 Ιουνίου στη Σιάτιστα – άλλοι τόποι των πολυήμερων εκδηλώσεων θα είναι η Εράτυρα, ο Πελεκάνος, η Δάφνη – με τα εγκαίνια μιας έκθεσης εικαστικών, μια βράβευση και ένα πολύ αξιόλογο κοντσέρτο.
Συγκεκριμένα θα παρουσιαστεί το έργο “Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων”, του σπουδαίου βορειοελλαδίτη δημιουργού και προοδευτικού πολίτη και διανοούμενου Σταύρου Κουγιουμτζή. Θα συμμετέχουν η σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου και στο πιάνο θα είναι ο Αλέξανδρος Μακρής, με την χορωδία του “Μουσικού Καλλιτεχνικού Συλλόγου Ευόσμου “Φιλομήλα””, υπό τη διεύθυνση της Άννας-Μαρίας Κότσιφα. Αφηγητής ο Θεμιστοκλής Παυλής.
Οι “γιορτές” θα ολοκληρωθούν τη Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024 με μια επίσκεψη στο εργαστήρια ψηφιδωτού και αγιογραφίας “Ιωάννης Σ. Παπαδόπουλος”. Στο μεσοδιάστημα υπάρχει πληθώρα εκδηλώσεων ποικίλου χαρακτήρα και στοχεύσεων.
Σε τι μπορεί να συμβάλλει η “φεστιβαλοποίηση” (Georg Siebel) σε μια τοπική κοινωνία, όπως η επαρχία Βοΐου, στις σημερινές συνθήκες της ερημοποίησης της ελληνικής υπαίθρου;.
Σχηματοποιώ αρχικώς μια δέσμη από τρεις “πρόχειρες” ενότητες αναφορικώς με την πιθανή δημιουργική συμβολή παρόμοιων γιορτών-φεστιβάλ στην καθημερινότητα του τόπου:
1.Η πρώτη αφορά στη σημασία των πολιτιστικών δρώμενων για τους ανθρώπους: κατοίκους και επισκέπτες.
2.Η δεύτερη αναφέρεται στην πιθανή δημιουργία συμβολικού κεφαλαίου για την ευρύτερη περιοχή.
3. Η τρίτη σχετίζεται με τις δυνατότητες ευρύτερης αναζωογόνησης της περιοχής ΚΑΙ μέσω πολιτιστικών δράσεων και της ενίσχυσης του πολιτισμού μέσω της φεστιβαλοποίησης τμημάτων του.
Κάθε πολιτική πολιτισμού οφείλει να έχει στο επίκεντρό της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, ειδάλλως είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. “Ουκ επ΄ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος”, διαμηνύει το Ευαγγέλιο και τούτο είναι μια στερεή αλήθεια. Και επειδή το πρόβλημα της ελληνικής υπαίθρου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά και όχι αποσπασματικά, ο πολιτισμός και η καθημερινότητά του είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να παραμεληθεί ή να εξοστρακιστεί από κάθε καλοπροαίρετη συζήτηση για την ανασυγκρότηση της παραγωγής και της ζωής των ανθρώπων στην περιφέρεια.
Η συστηματική προώθηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων και βελτίωσης της πολιτιστικής προσφοράς στην περιφέρεια μπορεί να διαδραματίσει ανακουφιστικό ρόλο απέναντι στο αίσθημα της απομόνωσης και της εγκατάλειψης, να συμβάλλει στην αυτοπεποίθηση και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων της επαρχίας. Ένα παράδειγμα είναι ο χορωδιακός πολιτισμός μιας περιοχής. Μια συστηματική πολιτική ενίσχυσης του χορωδιακού πολιτισμού της επαρχίας δημιουργεί προϋποθέσεις παραμονής – φυσικά σε συνάρτηση με την ανάλογη μέριμνα για την παραγωγική ανασυγκρότηση των παραμελημένων και καταστραμμένων αγροτοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων – του πληθυσμού στις εστίες του. Στη σύνδεση των νεότερων με τις πιο προχωρημένες ηλικίες και στην ενδυνάμωση του αισθήματος της κοινότητας.
Τα θερινά φεστιβάλ, γιορτές, ανταμώματα, ή όπως αλλιώς αποκαλούνται, ανά περίπτωση, ενδυναμώνουν τη σχέση των ανθρώπων των αστικών κέντρων με την επαρχία και τους τόπους καταγωγής. Μια επωφελής επανασύνδεση και για τις δύο πλευρές. Αλλά, δυστυχώς, όχι με βαθύ ορίζοντα χρόνου. Εδώ θα πρέπει να υπάρξουν δημιουργικές απαντήσεις. Η τοπική και η κεντρική πολιτική ηγεσία θα πρέπει να ασχοληθεί με το ζήτημα.
Οι ετήσιες “γιορτές”, αυτές οι ενδημικές εκδοχές της “φεστιβαλοποίησης του πολιτισμού” φέρνουν στο προσκήνιο της ευρύτερης δημοσιότητας μια κάποια αποκλεισμένη και ξεχασμένη περιοχή. Υπάρχει μια άτυπη κλίμακα αναγνωρισιμότητας και σε σχέση με τις περιοχές μιας χώρας. Οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν τα Ζαγοροχώρια, πόσοι γνωρίζουν την περιοχή του Βοΐου; Μέσω της φεστιβαλοποίησης καταγράφεται και αναδεικνύεται η περιοχή τόσο στη συνείδηση των κατοίκων και όσων κατάγονται από εδώ, όσο και ευρύτερα, ως κάτι ξεχωριστό και αξιοπρόσεκτο.
Ένα φεστιβάλ επιδρά σε επάλληλους κύκλους. Κατ΄ αρχάς η επίδρασή του αφορά τους κατοίκους της περιοχής. Εδώ έχουμε πέρα από την ενασχόληση, έξω από τα καθημερινά και βιοποριστικά, με κάτι που παράγει “νόημα” για την καθημερινότητα των εμπλεκομένων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιδρά στο συμβολικό κεφάλαιο της περιοχής και τη συνακόλουθη προσέλκυση επισκεπτών, γεγονός που αφήνει και κάποιο οικονομικό αποτύπωμα. Ένα φεστιβάλ μπορεί να παραμείνει τοπικό ή να αποκτήσει ευρύτερο περιφερειακό, διαπεριφερειακό ή και διεθνικό χαρακτήρα. Ανάλογης εμβέλειας είναι και το αποτύπωμα, συμβολικό και οικονομικό.
Η “φεστιβαλοποίηση” αν δεν “εδαφικοποιηθεί”, δηλαδή εάν δεν αποκτήσει δημιουργικές ρίζες σε μια περιοχή και δεν προωθήσει επιτόπια πολιτιστική παραγωγή δεν μπορεί να αποδώσει μακροπρόθεσμα καρπούς. Μετά από αυτόν τον τελευταίο ισχυρισμό μου, ευελπιστώ ότι δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι οι φετινές “γιορτές” στο Βόιο ολοκληρώνονται και λήγουν με την επίσκεψη σε ένα τοπικό εργαστήρι ψηφιδωτού και αγιογραφίας.
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)