Π. Πλιάτσιος (Top Channel): Κύριε Πρόεδρε, καταρχάς να σας συγχαρώ για την πρωτοβουλία για τη συνέντευξη Τύπου σε τοπικά μέσα γιατί είναι η πρώτη φορά που θα δεχθείτε ερωτήσεις από μέσα της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς από το 2019 που έχετε αναλάβει δεν έχει δοθεί ο λόγος σε κανένα εξ ημών στη συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ.
Και συνεχίζω. Χθες θεμελιώσατε τη νέα πτέρυγα του «Μαμάτσειου» Νοσοκομείου Κοζάνης την ώρα, όμως, και τη στιγμή που το νοσοκομείο είναι υποστελεχωμένο. Σημαντικές κλινικές του λειτουργούν συνεχώς στο όριο, όπως η Παιδιατρική, η ΜΕΘ κινδυνεύει να κλείσει γιατί έφυγε ο ενταντικολόγος.
Υποστελεχωμένα είναι όλα, και τα πέντε νοσοκομεία, της Δυτικής Μακεδονίας, με τεράστια προβλήματα σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που υπερβάλλουν εαυτούς.
Στο νοσοκομείο Κοζάνης, σύμφωνα με την ΠΕΔ ΔΥ.Μ., σήμερα υπάρχουν μόλις 42 γιατροί ενώ το απαρχαιωμένο οργανόγραμμα προβλέπει 88, και στην Πτολεμαΐδα 45, με το οργανόγραμμα να προβλέπει 62 και τους επικουρικούς αλλά και τους ιδιώτες προσωρινά που καλύπτουν τις θέσεις να φεύγουν.
Κλείνω, επιχειρήσατε να δώσετε κίνητρα, να κάνετε κάποιες προσλήψεις αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Δεν έρχονται, κ. Πρόεδρε, γιατροί στη Δυτική Μακεδονία. Καλή η ανάπτυξη, καλό το υδρογόνο, αλλά βέλτιστη η υγεία των κατοίκων.
Πώς και γιατί να μείνει, λοιπόν, μία οικογένεια εδώ όταν τρέμει το φυλλοκάρδι της μήπως αρρωστήσει το παιδί της και το στείλουν στην Πάτρα, όπως συνέβη πρόσφατα με το τραγικό περιστατικό του 6χρονου από τα Γρεβενά; Και τι απαντάτε στα δεκάδες χθεσινά σχόλια κατοίκων της περιοχής πως πολύ ωραία τα κτίρια και οι υποδομές αλλά τι να τα κάνουμε χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές; Ευχαριστώ.
Κυρ. Μητσοτάκης: Κατ’ αρχάς σάς ευχαριστώ που αναγνωρίζετε τη σημασία αυτών των συνεντεύξεων Τύπου για τα περιφερειακά μέσα. Είναι κάτι το οποίο επιχειρούμε να κάνουμε σε κάθε Περιφέρεια και νομίζω σας δίνεται και εσάς η ευκαιρία να κάνετε στοχευμένες ερωτήσεις που αφορούν πρωτίστως τους κατοίκους της Περιφέρειας την οποία καλύπτεται από τα Μέσα σας.
Κοιτάξτε να δείτε, το θέμα στο οποίο αναφερθήκατε είναι ίσως το πιο κρίσιμο ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Έχετε δίκιο να λέτε ότι τα κτίρια είναι σημαντικά, οι υποδομές είναι σημαντικές και πράγματι υπάρχουν πολύ σημαντικοί πόροι οι οποίοι έχουν ήδη βρεθεί και οι οποίοι εκταμιεύονται για την ενίσχυση των κτιριακών εγκαταστάσεων. Η νέα πτέρυγα του «Μαμάτσειου» είναι ένα μόνο παράδειγμα από τις πολλές παρεμβάσεις οι οποίες γίνονται.
Όμως έχουμε ένα μεγάλο ζήτημα προσέλκυσης γιατρών σε συγκεκριμένες ειδικότητες, κυρίως σε περιφερειακά νοσοκομεία.
Είναι μια πραγματικότητα αυτή και θέλω να είμαι πολύ ειλικρινής, κάνοντας και τη δική μας αυτοκριτική. Τα κίνητρα τα οποία μέχρι στιγμής έχουμε σκεφτεί και έχουμε δρομολογήσει, σίγουρα δεν φαίνεται να επαρκούν για να μπορούμε να πείσουμε γιατρούς να έρθουν στα περιφερειακά νοσοκομεία και να στελεχώσουν κρίσιμες θέσεις.
Παρά ταύτα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε σήμερα περισσότερο προσωπικό από αυτό το οποίο είχαμε πριν από τρία χρόνια. Εκεί «βοήθησε» η πανδημία, δεν είμαστε όμως εκεί που θα θέλαμε.
Και επεξεργαζόμαστε με το Υπουργείο Υγείας ένα νέο σχέδιο για το πώς μπορούμε, κατά προτεραιότητα, να στελεχώσουμε περιφερειακά νοσοκομεία, ειδικά σε ειδικότητες οι οποίες είναι απολύτως κρίσιμες. Αναφέρατε κι εσείς κάποιες και πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα μπορούμε να κάνουμε εξαγγελίες οι οποίες να είναι σημαντικές.
Έχετε απόλυτο δίκιο όμως να λέτε ότι η υγεία είναι πρώτη προτεραιότητα για τους κατοίκους της περιοχής. Υπάρχουν υποδομές, υπάρχουν τα νοσοκομεία, υπάρχει μία ολιστική προσέγγιση για το πώς μπορούμε να αναδιατάξουμε συνολικά τις δυνάμεις μας στη Δυτική Μακεδονία, έτσι ώστε κάθε νοσοκομείο να μπορεί να κάνει καλά αυτά τα οποία πρέπει να κάνει καλά, γιατί μιλάμε για ένα δίκτυο νοσοκομείων σε μία Περιφέρεια στην οποία υπάρχει σχετικά εύκολη επικοινωνία και η οποία θα γίνει ακόμα πιο εύκολη με τα μεγάλα οδικά έργα τα οποία δρομολογούμε.
Αλλά, από εκεί και πέρα, για εμάς το ζήτημα της στελέχωσης των περιφερειακών νοσοκομείων -και για μένα προσωπικά- είναι πρώτη προτεραιότητα και θα αποτελέσει και έναν από τους βασικούς πυλώνες του σχεδίου μας για το νέο ΕΣΥ της δεύτερης τετραετίας, εφόσον μας εμπιστευτούν οι Έλληνες πολίτες.
Να πω και κάτι ακόμα πιο γενικό: τα ζητήματα που αφορούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτελούν κεντρική προσωπική μου προτεραιότητα και θα έλεγα και ευθύνη.
Η πανδημία δοκίμασε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πιστεύω ότι ανταποκριθήκαμε καλύτερα από αυτό το οποίο πολλοί περίμεναν, λαμβάνοντας υπόψη τις χρόνιες αδυναμίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ανέδειξε όμως και χρόνιες παθογένειες οι οποίες πρέπει να διορθωθούν.
Και βέβαια όταν μιλάμε για μία ολιστική προσέγγιση στην υγεία δεν μιλάμε μόνο για τα νοσοκομεία. Θέλω να το τονίσω αυτό. Υπάρχουν ζητήματα στα νοσοκομεία τα οποία πρέπει να λυθούν, όμως μία προσέγγιση ολιστική για την υγεία ξεκινάει από τις πολιτικές δημόσιας υγείας, από πολιτικές που έχουν να κάνουν -παραδείγματος χάρη- με την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, με την υγιεινή διατροφή, με τον προσυμπτωματικό έλεγχο, με την πρωτοβάθμια φροντίδα, με τον προσωπικό γιατρό, περνάμε στη συνέχεια στα νοσοκομεία και φτάνουμε στην μετανοσοκομειακή φροντίδα.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα ολιστικό σχέδιο. Ο πιο αδύναμος κρίκος αυτή τη στιγμή, όμως, παραμένουν τα νοσοκομεία μας, η στελέχωση, όχι μόνο σε γιατρούς αλλά και σε νοσηλευτικό προσωπικό.