“Ότι υπάρχει ένα στημένο παιχνίδι φαίνεται καθαρά”, ήταν η πρωτοφανής αναφορά του προέδρου της ΔΕΥΑΚ Πάνου Ματιάκη για τα ψηφιακά υδρόμετρα και της ΔΕΥΑ της χώρας, κατά την απάντηση που έδωσε σε ερώτηση της δημοτικής συμβούλους της Κίνησης “Κοζάνη:Τόπος να Ζεις” Τάνιας Βεντούλη για το θέμα που έχει προκύψει σε πολλούς Δήμους της χώρας, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα.
Αμέσως μετά τη σχετική αναφορά, όπως φαίνεται και στο βίντεο του Kozanimedia, o δήμαρχος Κοζάνης έσπευσε να πάρει το λόγο, διακόπτοντας τον πρόεδρο της ΔΕΥΑΚ.
Και οι δυο, πάντως, επί της ουσίας της ερώτησης, ανέφεραν ότι δε γνωρίζουν να υπάρχει ανάλογο θέμα με τη ΔΕΥΑΚ, ενώ να σημειωθεί πως ο σχετικός διαγωνισμός για τα ψηφιακά υδρόμετρα έγινε από τη δημοτική αρχή Μαλούτα και η υπογραφή της σχετικής σύμβασης από τη δημοτική αρχή Κοκκαλιάρη.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ΜΜΕ, ενώ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ερευνά ήδη -μεταξύ πολλών άλλων- την πιθανή κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων που προορίζονταν για ανακύκλωση, μια νέα υπόθεση που αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έρχεται στο φως της δημοσιότητας. Η δικογραφία που φέρεται σύμφωνα με πληροφορίες να έχει ανοίξει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για την προμήθεια «ψηφιακών υδρομέτρων», αφορά ενδεχόμενη κατασπατάληση κοινοτικών πόρων. Πρόκειται άλλωστε για προμήθειες που χρηματοδοτήθηκαν από προγράμματα ΕΣΠΑ.
Τα εν πολλοίς άγνωστα μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό «ψηφιακά υδρόμετρα», χρησιμοποιούνται από τους δήμους ώστε να καταγράφουν ηλεκτρονικά την κατανάλωση νερού από τους δημότες. Πρόκειται για έναν σύγχρονο τρόπο εντοπισμού διαρροών σε μια περίοδο που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τεράστιο ζήτημα λειψυδρίας.
Ενώ λοιπόν η χρησιμότητα των «ψηφιακών υδρομέτρων» δεν μπορεί να παραγνωριστεί, οι έως τώρα έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, φαίνεται να έχουν διαπιστώσει πως έχει υπάρξει μια γιγαντιαία υπερκοστολόγησή τους.
Όπως άλλωστε μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς έπειτα από μια ολιγόλεπτη έρευνα στο διαδίκτυο, η πραγματική αξία των «ψηφιακών υδρομέτρων», δεν φαίνεται να ξεπερνά τα 30 ευρώ. Εντούτοις, αρκετοί δήμοι φέρονται να τα αγόραζαν σε τιμές που έφταναν ακόμη και τα 250-300 ευρώ. Τα αγόραζαν δηλαδή σε σχεδόν δεκαπλάσια τιμή.