Ένας ασθενής που νοσηλεύεται σε νοσοκομείο υπόκειται στην προτεινόμενη από τον θεράποντα ιατρό θεραπεία· δικαιούται όμως να αρνηθεί τη θεραπεία και με την υπογραφή του λαμβάνει υποχρεωτικά εξιτήριο. Εξαιρούνται οι ασθενείς που αξιολογούνται ως μη ικανοί να λάβουν μια τέτοια απόφαση (ψυχιατρικοί ασθενείς ή με νοητικές παρενέργειες λόγω πάθησης/φαρμάκων). Το νοσοκομείο δεν είναι φυλακή και ακόμη και η επιλογή άρνησης θεραπείας παρότι ενδεχόμενα μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο, συνιστά δικαίωμα του ανθρώπου.
Διαφορετική είναι η περίπτωση στην οποία ο ασθενής κρίνεται επικίνδυνος για την υγεία των γύρω του. Για παράδειγμα, ο θεράπων ιατρός έχει νοσηλευόμενο λεπρό ο οποίος αποφασίζει να μη λάβει φαρμακευτική θεραπεία. Αρκεί η σωστή ενημέρωση για να διασφαλίσει ότι ο ασθενής θα ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες περιορισμού και δεν θα αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία; Όχι. Δεν μπορείς να εκθέσεις σε κίνδυνο τις ζωές άλλων ανθρώπων ακόμη και αν πρόκειται για περίπτωση απολύτως επιμελούς ασθενή. Για τούτο ο ιατρός οφείλει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα φροντίσουν με περιοριστικά μέτρα να διαφυλάξουν τη δημόσια υγεία.
Ας δοκιμάσουμε τώρα αντίστοιχα παραδείγματα που δεν θα περιλαμβάνουν παροχές υπηρεσιών υγείας από το κράτος:
Ένας μάρτυρας του ιεχωβά παθαίνει αθρόα αιμορραγία. Επιλέγει να μη νοσηλευτεί και η αντιμετώπιση είναι η μετάγγιση αίματος. Ο λόγος είναι η θρησκευτική απαγόρευση μετάγγισης αίματος. Ο άνθρωπος χάνει τη ζωή του και σε όλους εμάς μοιάζει μία απίστευτη παράνοια. Εντούτοις, παραμένει προσωπική του επιλογή και δικαίωμά του.
Διαφορετική είναι η περίπτωση ενός ασθενή-φορέα ηπατίτιδας C, o οποίος θεωρεί ότι είναι ατομικό του δικαίωμα να κάνει σεξ χωρίς προφυλακτικό, με αποτέλεσμα να μεταδίδει τον ιό ο οποίος είναι θανατηφόρος σε υψηλό ποσοστό. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν νομικές συνέπειες για τον φερόμενο ως φορέα της νόσου.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι το φερόμενο ως ατομικό δικαίωμα παύει να είναι δικαίωμα όταν αυτό συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, ευθύνη του κράτους είναι να προστατέψει τους πολίτες του από τον φερόμενο κίνδυνο και να να περιορίσει τον δράστη από την πιθανή μετάδοση μιας επικίνδυνης νόσου. Το πώς θα το πράξει έχει πολύ μεγάλη σημασία και θα πρέπει να γίνει με απόλυτο σεβασμό στη δημοκρατία, ενώ το γιατί θα το πράξει είναι αδιαμφισβήτητο. Είναι μία ισορροπία μεταξύ της προστασίας θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και αποτελεσματικότητας ως προς την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Η COVID-19 είναι μία άκρως μεταδοτική νόσος. Ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι μεταδίδεται από συμπτωματικούς, προσυμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς ασθενείς. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι άνθρωπος-φορέας του ιού SARS-COV2 είναι ταυτόχρονα και κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, τις περισσότερες φορές δίχως να το γνωρίζει. Οπότε, ακόμη και ο πλέον συνειδητοποιημένος ασθενής ο οποίος αυτοπεριορίζεται μόλις διαπιστώσει ότι είναι θετικός στον ιό, έχει προφανώς θέσει σε κίνδυνο (και) τις ζωές των γύρω του.
Παραμένει, λοιπόν, επιλογή ενός πολίτη να μην εμβολιαστεί γνωρίζοντας τις επιπτώσεις της νόσου. Όπως η περίπτωση ενός ανεμβολίαστου σαραντάρη χωρίς υποκείμενα νοσήματα που έχασε τη ζωή του πριν λίγες ημέρες, αφήνοντας 2 πολύ μικρά παιδιά πίσω του. Όπως αντίστοιχα είναι ευθύνη του κράτους να δώσει ισότιμη και δωρεάν πρόσβαση στην προληπτική παρέμβαση (εμβόλιο) και να λάβει πρόσθετα περιοριστικά μέτρα με στόχο να προστατέψει το σύνολο των πολιτών και τη δημόσια υγεία.
Τώρα, υπάρχουν αυτοί που επιλέγουν να μην εμβολιαστούν και είναι σεβαστή ως επιλογή τους και εκείνοι που αγωνίζονται υπέρ του αντιεμβολιασμού ως μία κοινωνική αντίδραση που υπερασπίζεται μία *ιδέα*. Όμως, η μάχη κάποιων αυτοπροσδιοριζόμενων δικαιωματιστών υπέρ του αντιεμβολιασμού είναι και μία μάχη υπεράσπισης της πάρτης τους έναντι κάθε έννοιας κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης, έναντι της κοινότητας και του συνόλου. Είναι η μάχη για τον εαυτούλη μας και μόνο -ιδέα είναι και αυτή, αλλά να το ξεκαθαρίσουμε ποιον υπηρετεί. Η άποψή τους αυτή συνιστά υπέρβαση των ορίων της ελευθερίας τους εις βάρος της ελευθερίας των υπολοίπων. Είναι το δικαίωμα χωρίς υποχρέωση στη συμβίωση.
Αν συνόψιζα σε μία φράση τα όσα αισθάνομαι για την τρέχουσα πανδημία, θα έλεγα ότι *άνθρωποι πεθαίνουν άδικα, χωρίς λόγο*. Κάποιοι από φόβο, άλλοι από ιδεοληψίες, πολλοί επηρεαζόμενοι από ανόητους δήθεν επιστήμονες και opinion leaders που διαδίδουν νέα για φάρμακα υπό δοκιμές ως εναλλακτικές του εμβολίου και θέτουν ανθρώπους σε αναμονή ενώ στον ενδιάμεσο χρόνο χάνονται χιλιάδες ζωές.
Ποιος θάνατος, όμως, θεωρείται άδικος; Για όλους εμάς, γύρω από τον θανόντα, πιθανώς παίζουν ρόλο τα ηλικιακά κριτήρια (ήταν νέος, δεν πρόλαβε να ζήσει τη ζωή του), η τυχαιότητα (πιθανότητα ενός ατυχήματος), η συγκυρία μίας νόσου όπως η COVID-19 η οποία δεν υπήρχε πριν. Χαρακτηρίζουμε άδικο αυτό που αποκλίνει από το μέτρο, το συνηθισμένο. Όμως, εφόσον μιλάμε για τον ίδιο τον θανόντα και θέτουμε επίσης την παράμετρο της επιλογής ως δικαίωμα, άδικος είναι ο θάνατος στον οποίο αν δίναμε την ευκαιρία στον θανόντα να επιστρέψει στη ζωή, αυτός θα έκανε μία διαφορετική επιλογή. Άδικος θάνατος για τον ίδιο τον θανόντα είναι αυτός που θα μπορούσε να έχει αποφύγει από επιλογή.
Τους επόμενους μήνες θα νοσήσουμε σχεδόν όλοι. Οι άκρως μεταδοτικές μεταλλάξεις μειώνουν τα περιθώρια επιτυχίας στη στρατηγική του περιορισμού και της αυτοπροστασίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παίξουμε τη ζωή μας ρώσικη ρουλέτα. Εμείς επιλέγουμε αν θα βάλουμε ή όχι τη σφαίρα στη θαλάμη. Είναι, λοιπόν, επιλογή μας.
«Ο οικολογικός μετασχηματισμός: οι βασικοί κινητήριοι παράγοντες και οι κοινωνικές επιπτώσεις» #Saïd_El_Khadraoui
Ο πρώην Ευρωβουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Βελγίου, Saïd El Khadraoui, γράφει στον συλλογικό τόμο Our European Future για τους βασικούς κινητήριους παράγοντες και τις κοινωνικές επιπτώσεις του οικολογικού μετασχηματισμού.
Από μόνοι τους, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος δημιουργούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών προκλήσεων. Ακόμη και αν ο κόσμος καταφέρει να εφαρμόσει γρήγορα φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα, οι διαταραχές της φύσης θα συνεχίσουν να γίνονται εντονότερες για κάποιο χρονικό διάστημα ούτως ή άλλως, διότι τυχόν θετικές επιπτώσεις των προσπαθειών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής θα έρθουν με καθυστέρηση.
Για τους προοδευτικούς, η αποτυχία ανάληψης δράσης δεν είναι επομένως επιλογή. Η λήψη φιλόδοξων δράσεων, από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανό να έχει κοινωνικές επιπτώσεις, διότι το κόστος των περιβαλλοντικών πολιτικών μπορεί να επηρεάσει ευάλωτες ομάδες περισσότερο από άλλες. Η τιμολόγηση των αρνητικών επιπτώσεων προϊόντων και υπηρεσιών ή η σταδιακή κατάργηση μη βιώσιμων πρακτικών μπορεί να επηρεάσει δυσανάλογα τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, επειδή ξοδεύουν σχετικά περισσότερο στην ενέργεια, για παράδειγμα ή επειδή δεν μπορούν να αντέξουν τις απαραίτητες επενδύσεις. Ταυτόχρονα, οι επιδοτήσεις για την προώθηση καινοτόμων και βιώσιμων τεχνολογιών, όπως ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ηλιακά πάνελ, συχνά λαμβάνονται πρώτα από πλούσιους και μεσαίας τάξης πολίτες, δημιουργώντας μεταφορές πλούτου μακριά από αυτούς που έχουν ανάγκη.
Η ανάπτυξη ενός κοινωνικοοικονομικού μοντέλου συμβατού με τα πλανητικά όρια είναι μια πολύπλοκη, συστημική προσπάθεια, και απαιτεί μια θεμελιώδη μεταμόρφωση της οικονομίας μας σε μια σειρά τομέων. Για να γίνει αυτό ένα επιτυχημένο ταξίδι, η δικαιοσύνη πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά του. Οι άνθρωποι θα αντιταχθούν στην αλλαγή εάν δημιουργεί ή επιδεινώνει ανισότητες, ή εάν αισθάνονται ότι δεν υπάρχει θέση για αυτούς στο μέλλον.
Ο El Khadraoui αναφέρει μερικούς κρίσιμους παράγοντες επιτυχίας:
Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα σαφές όραμα για το μέλλον που θέλουμε: Η αφήγηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας το προσφέρει, με την ουδετερότητα του κλίματος ως βασικό στόχο που πρέπει να επιτευχθεί έως το 2050 και με έναν αναθεωρημένο στόχο του 2030 για να καταστεί σαφές ότι πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως τα πράγματα. Όμως, αυτό το πλαίσιο για το μέλλον πρέπει να συμπληρωθεί με ισχυρότερες ιδέες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων και έναν νέο ορισμό τού τι σημαίνουν για την επιτυχία μιας οικονομίας. Αυτός ο ορισμός πρέπει να περιλαμβάνει ένα ευρύτερο σύνολο οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων και δεικτών από ό, τι το ΑΕΠ.
Δεύτερον, η μετάβαση δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς την έγκριση και την αποδοχή από τους πολίτες. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις από πάνω προς τα κάτω σε διαφορετικά επίπεδα πολιτικής πρέπει να συνδυάζονται με πρωτοβουλίες από κάτω προς τα πάνω από πολλούς ενδιαφερόμενους. Επομένως, ο ρόλος των πόλεων, των τοπικών κοινοτήτων και των νέων τύπων οργανώσεων δεν μπορεί πλέον να υποτιμηθεί. Ένας επιτυχημένος οικολογικός μετασχηματισμός πρέπει να είναι ένα κοινωνικό έργο – αυτό που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να συμμετέχουν στο ταξίδι. Επιπλέον, οι πολιτικές πρέπει να καταδείξουν το γεγονός ότι η κλιματική δράση μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων προς το καλύτερο και πρέπει να φέρει κοντά και να ενώσει το δίκαιο και τις πράσινες πολιτικές.
Τρίτον, γνωρίζουμε ότι το ήμισυ της αθροιστικής μείωσης των εκπομπών που απαιτείται θα πρέπει να προέλθει από τεχνολογία που δεν είναι ακόμη εμπορικά βιώσιμη. Επομένως, πρέπει να βρούμε τεχνολογικές λύσεις και καινοτομίες και να τις κλιμακώσουμε μέσω έξυπνων βιομηχανικών πολιτικών, και πρέπει επίσης να προσδιορίσουμε στρατηγικούς τομείς και να διασφαλίσουμε ότι μπορούν να αναπτυχθούν, δημιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας σε διάφορους νέους τομείς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η δια βίου μάθηση, ο επαναπροσδιορισμός και η αναβάθμιση των ατόμων – ανεξάρτητα από τις τρέχουσες θέσεις εργασίας τους – θα πρέπει να βρίσκονται στον πυρήνα των οικονομικών μας πολιτικών.
Εν κατακλείδι, η κλιματική κρίση είναι σαφώς απειλή, αλλά μπορεί επίσης να μετατραπεί σε ευκαιρία αντιμετώπισης ενός ευρέος φάσματος ζητημάτων και να δημιουργήσει ένα κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που είναι πραγματικά προοδευτικό και δίκαιο.
* Oλόκληρο το αρχικό κείμενο και μία ελεύθερη δική μας μετάφραση εδώ
«Για να αντιμετωπίσουμε τις σημερινές κρίσεις, χρειαζόμαστε μετασχηματιστικό
ρεαλισμό» #Marc_Saxer
Με αφορμή τις επικείμενες καθοριστικές Γερμανικές εκλογές, ο Marc Saxer επικεφαλής του τμήματος Ασίας του Friedrich-Ebert-Stiftung (FES), γράφει στο ips-journal.eu. για το πώς η Γερμανία, το αυτοαποκαλούμενο «νησί της ευδαιμονίας» πρέπει να βρει τον δρόμο της το συντομότερο δυνατό σε αυτή τη νέα περίοδο.
H ιστορία έχει διδάξει πολλούς Γερμανούς να είναι δύσπιστοι απέναντι στις μεγάλες υποσχέσεις για πλήρη ανανέωση. Οι περισσότεροι προτιμούν ένα ήρεμο στυλ πολιτικής. Ωστόσο, η «προσγειωμένη πολιτική που δεν ήταν ούτε αριστερή ούτε δεξιά» ήταν κάθε άλλο παρά ουσιαστική.
Για χρόνια, το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες ακολουθούσαν μια στρατηγική σταδιακών μεταρρυθμίσεων, τεμαχίζοντας τεχνοκρατικά τις μεγάλες δυσκολίες σε μικρά προβλήματα για να τα επιλύσουν ενός προς ένα. Αλλά με μεγάλες, αλληλένδετες και αλληλοενισχυόμενες κρίσεις, αυτός ο τύπος πολιτικής δεν λύνει πλέον τα πραγματικά προβλήματα.
Η απογοήτευση από τη τυπική πρακτική της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων προκάλεσε μια νέα προσέγγιση στο προοδευτικό στρατόπεδο που ο Saxer ονομάζει «ηθικό ακτιβισμό». Οι υποστηρικτές του ερμηνεύουν τις κρίσεις της εποχής μας ως ηθική αποτυχία των ατόμων : Μόνο όταν αρκετοί άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, τότε θα αλλάξουν και τα πράγματα.
Ο ηθικός ακτιβισμός, ωστόσο, έχει δύο τυφλά σημεία:
Πρώτον, η εστίαση σε ατομικούς τρόπους ζωής αποκρύπτει τις συγκεντρώσεις ισχύος που κυριαρχούν στους τομείς της ενέργειας, των οικονομικών και της βιομηχανίας. Και δεύτερον, εάν η τροποποίηση της ατομικής συμπεριφοράς είναι ο στόχος, οι ηθικοί ακτιβιστές πρέπει να επιβάλλουν τον «σωστό» τρόπο – είτε αυτό αποξενώνει πιθανούς συμμάχους είτε όχι. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τις ηθικές επιβολές χειραγωγικές και ασεβείς.
Ότι χρειαζόμαστε είναι αυτό που αποκαλείται « μετασχηματιστικός ρεαλισμός » – μια προσέγγιση που δημιουργεί ευρεία δίκτυα ώστε άτομα με διαφορετικά ενδιαφέροντα, ταυτότητες, κοσμοθεωρίες και αξίες να συγκεντρωθούν και να παλέψουν για ένα καλύτερο μέλλον. Συνήθως είναι η λεγόμενη «κριτικά σκεπτόμενη ελίτ»-προοδευτικοί, αστοί, υψηλά μορφωμένοι ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι ή δημιουργοί-αυτοί που θέτουν την πολιτική ατζέντα, αναπτύσσουν λύσεις πολιτικής και είναι ιδιαίτερα ορατοί σε δημόσιες συζητήσεις.
Η αυτοαποκαλούμενη ηθική πρωτοπορία όμως προκαλεί αντιδραστικούς αντιπάλους-και οι δύο ομάδες έχουν εκρηκτικές αντιπαραθέσεις, δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο και έτσι εξουδετερώνουν η μία την άλλη. Το παραγόμενο αδιέξοδο αδυνατεί να επιβάλει μια ριζοσπαστική ατζέντα στην κοινωνία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κριτική μορφωμένη ελίτ δεν έχει κανένα ρόλο να παίξει. Πρέπει όμως να είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με άλλους χώρους για να δημιουργήσουν μια ευρεία συμμαχία. Η κριτικά σκεπτόμενη ελίτ πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί να επιβάλει αυτό που θεωρεί ως το σωστό πρόγραμμα – και να παύσει να λειτουργεί σαν ο δικός της τρόπος να είναι ηθικά ανώτερος.
Ποιος μπορεί να δημιουργήσει μετασχηματιστικές συμμαχίες που ενώνουν διαφορετικές θεάσεις του κόσμου; Η δημιουργία κοινωνικών συμβιβασμών μεταξύ διαφορετικών τάξεων ήταν πάντα η δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας και στον 21ο αιώνα, ο ρόλος της παραμένει το να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους στη Μεγάλη Μεταμόρφωση.
Για να κινητοποιηθούν οι κοινωνικές πλειοψηφίες για αυτό το νέο μοντέλο ανάπτυξης, οι τεχνοκρατικές πολιτικές πρέπει να μεταφραστούν σε αφηγήσεις που έχουν νόημα για μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών τάξεων, στρατοπέδων και κόσμων ζωής. Πρέπει να πληρούν δύο αντίθετα κριτήρια. Από τη μία πλευρά, πρέπει να είναι φιλόδοξες. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα αρέσουν σε όλους. Αλλά πρέπει επίσης να είναι συμβατές… αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να είναι υπερβολικά φιλόδοξες.
Το Green New Deal είναι ένα καλό παράδειγμα κατάλληλου προγράμματος. Μόνο μια γνήσια Πράσινη Νέα Συμφωνία που αποζημιώνει όσους θα χάσουν από τη διαρθρωτική αλλαγή μπορεί να διατηρήσει έναν ευρύ κοινωνικό συνασπισμό.
Η κρίση Covid-19 κατέδειξε την ανάγκη αναδιάταξης του κράτους, της αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών. Ούτε μια συγκεντρωτική οικονομία ούτε μια νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς μπορούν να λειτουργήσουν σε μια πλουραλιστική κοινωνία.
Η νίκη στον αγώνα ενάντια στη Δεξιά απαιτεί την αντιμετώπιση της πολιτικής του διχασμού με μια πολιτική κοινωνικής συνοχής. Ένας προοδευτικός πατριωτισμός προσφέρει μια ανοιχτόμυαλη συλλογική ταυτότητα σε όλους εκείνους που λαχταρούν την κοινωνική συνοχή, το αίσθημα του ανήκειν και τις σταθερές ρίζες τους κατά τη διάρκεια μιας πολυτάραχης αλλαγής.
Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τη Μεγάλη Μεταμόρφωση, μόνο πείθοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας. Ο ασυμβίβαστος ριζοσπαστισμός δεν θα καταφέρει να το κάνει. Χρειαζόμαστε προγραμματικά ευρεία σχέδια για τη διαμεσολάβηση του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των διαφορετικών κόσμων ζωής. Αυτή είναι η συνταγή του μετασχηματιστικού ρεαλισμού, καταλήγει ο Saxer.
** Oλόκληρο το αρχικό κείμενο και μία ελεύθερη δική μας μετάφραση εδώ
|