ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Άνοιξη 1984. Τον γνώρισα για πρώτη φορά στο γραφείο του πάνω από τον κεντρικό πεζόδρομο. Ψηλός και αδύνατος με την ευγένεια κι εκείνο το πλατύ χαμόγελο που τον συνόδευαν πάντα. Μου φάνηκε μεγάλος. Ήταν μόλις τριάντα δύο χρονών κι εγώ είκοσι επτά. Δεν ήξερα ακόμα να μετρώ. Ανάμεσα στα σαράντα χρόνια που πέρασαν μια ζωή κύλησε γοργά σαν άνεμος. Ζήσαμε μαζί μια αδιατάρακτη φιλία και τις περιπέτειες της Ανανεωτικής Αριστεράς. Εκείνο που τον διέκρινε ήταν μια ασίγαστη θέρμη για πρωτοβουλίες και ανατροπές. Στο πρόσωπό του έβρισκαν έκφραση όσα διακήρυττε. Η πολιτική ως ανιδιοτέλεια και με ανθρώπινο πρόσωπο. Προσπαθούσε να συνδυάσει το όραμα με τον ρεαλισμό. Την αμφισβήτηση με την κουλτούρα της συνεννόησης. Όπως ο έγραφε ίδιος το 2019, σπαταλήσαμε ό,τι πιο πολύτιμο οικοδομήσαμε:
«- το ήθος και την αξιοπιστία
– την εντιμότητα και την ευαισθησία
– την αμφισβήτηση και το όραμα
– την αλληλεγγύη, την αξιοπρέπεια, την προοπτική
– τη συλλογικότητα και βάλαμε στη θέση της τον προσωπικό πολιτικό βολονταρισμό
– την ένταξη του δημιουργικού μας εγώ σ’ ένα δημιουργικότερο εμείς
– το σεβασμό στον άλλον και στο άλλο»
Το απόσπασμα συνιστά μια έμμεση προσωπική αυτοβιογραφία που κωδικοποιεί την προσωπική του πολιτική ηθική. Μια πολιτική «με ανοιχτά μυαλά, με ανοιχτή καρδιά».
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Γράμμος. Δεκαετία του ’80. Επιστρέφουμε με την κόκκινη Ford Taunus από την Καστοριά από κομματική αποστολή. Αναγκαζόμαστε με τον Βασίλη να κατεβούμε για να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Σάκης χωρίς αλυσίδες, γιατί κολλούσε και γλιστρούσε. Μέσα στο χιονισμένο τοπίο και σπρώχνοντας με το κεφάλι σκυμμένο, ανασήκωσα για μια στιγμή το βλέμμα. Πάνω μας ακινητούσαν οι χιονισμένες πλαγιές του Γράμμου. Παντού ερημιά και μια σιωπή μαλακή σαν άσπρο βαμβάκι. Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας σε κομματικές περιπέτειες, σε ένα κόμμα που μας εξασφάλιζε πάντα περήφανες ήττες, γιατί δυστυχώς έχανε πάντα, ανηλεώς και πανηγυρικά, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας συνεχώς την υψηλή τέχνη της αποτυχίας;
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
«Μικρό Καφέ». 28 Αυγούστου 2023. Η συνάντηση των παλιών φίλων. Η τελευταία φορά που συζητήσαμε. Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Λεωνίδα Κύρκου θυμηθήκαμε την πολιτική του ομιλία στις εκλογές του ’89. Ο Κώστας Κουτσομύτης που ήταν επιφορτισμένος με την τηλεοπτική σκηνοθεσία και την αναμετάδοση του πρώτου δεκαλέπτου στην ΕΡΤ μας παρατήρησε πως το καφέ κουστούμι του ήταν ανεπανόρθωτα φθαρμένο. Και αγοράσαμε ένα ολοκαίνουργιο μπλε από το κατάστημα Αφοί Σαμπανόπουλοι. Το φθαρμένο κουστούμι του Λεωνίδα. Η ανιδιοτέλεια της πολιτικής. Η διαφορά του αυθεντικού από το κίβδηλο. Οι μελαγχολικές συγκρίσεις. Γελούσαμε και μέσα σε εκείνα τα γέλια, βλέποντας εκ των υστέρων τα πεπραγμένα μας, απορούσαμε με τις παράλογες εμμονές μας σε μάταιους ίσως -θα έλεγε κάποιος- αγώνες. Ωστόσο αγγίζαμε κάτι βαθύτερο, νοσταλγικό και πολύτιμο. Ήταν η ίδια μας η ζωή. Και γιατί σε μερικές περιπτώσεις κερδίζεις χάνοντας.
Κι όταν φύγαμε από το «Μικρό Καφέ», περπατώντας οι δυο μας και συζητώντας από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο επί της οδού Σολωμού κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου, σταματούσες συνέχεια σαν να μην ήθελες να τελειώσει ποτέ αυτή η συζήτηση, γιατί εσύ ήξερες πως έπρεπε να χωρέσουν όλα όσα δεν προλάβαινες να πεις. Γιατί είχες επίγνωση των ορίων και των μαύρων σύννεφων που κατέβαιναν κι έκαναν αδυσώπητο τον ορίζοντα του χρόνου. Και καταλάβαινα την αξιοπρέπεια που έκρυβε τις δυσκολίες της ζωής και όλες τις πίκρες πίσω από εκείνο το χαμόγελο.
ΕΞΟΔΟΣ
«…Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του»