Στην πατρίδα μας υπάρχουν χωριά που διατηρούν τη ζωντάνια τους όλο τον χρόνο, άλλα που τη βρίσκουν μόνο το καλοκαίρι καθώς οι άνθρωποι επιστρέφουν στις ρίζες τους, όπως και κάποια, δυστυχώς όχι λίγα, που την έχασαν για πάντα. Και είτε στέκουν εκεί σαν φαντάσματα, καθώς ο χρόνος σταμάτησε γι’ αυτά κάποια στιγμή στο παρελθόν, είτε απλά δεν υπάρχουν πια στον χάρτη υποδηλώνοντας άλλοτε τη δύναμη των φυσικών φαινομένων υπό το βάρος των οποίων κατέρρευσαν, άλλοτε τις αναγκαίες θυσίες χάριν της τεχνολογικής εξέλιξης και της εξασφάλισης συνθηκών καλύτερης διαβίωσης των ανθρώπων και άλλοτε τη φυσική πορεία των πραγμάτων, την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη που συνεχίζουν να ωθούν τον άνθρωπο στο να αναζητεί ένα καλύτερο μέλλον σε κάποιο αστικό κέντρο. Αλλά το καθένα τους έχει να διηγηθεί τη δική του ιστορία.

Από την τελευταία απογραφή, του 2021, προέκυψαν 286 χωριά ή οικισμοί της χώρας χωρίς ούτε έναν κάτοικο. Και άλλοι 1.391 με λιγότερους από δέκα. Διασπαρμένα σε όλη τη χώρα. Κυρίως σε ορεινές, δυσπρόσιτες περιοχές, αλλά όχι μόνο. Ωστόσο, οι αριθμοί αποτυπώνουν μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας. Οπως και παλαιότερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δηλώνουν ως τόπο μόνιμης κατοικίας τους τέτοια χωριά και οικισμούς, από τους οποίους κατάγονται και έχουν εκεί σπίτι, πατρικό ή εξοχικό και απογράφονται εκεί.
Oι Ατλαντίδες
–Κάλλιο. Πριν από λίγες ημέρες το Κάλλιο ήταν για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια συνεπές με το ετήσιο ραντεβού του με το φως του ήλιου. Το από το 1981 βυθισμένο χωριό της Φωκίδας κάτω από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου, που δημιουργήθηκε ως μια ισχυρή λύση για το υδροδοτικό πρόβλημα της Αθήνας, αναδύθηκε ξανά στην επιφάνεια. Ακριβέστερα, η στάθμη του νερού λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας ήταν που υποχώρησε για να μπορέσει το ασάλευτο στον πυθμένα της λίμνης άλλοτε γραφικό χωριό να μας υπενθυμίσει, πέρα από το καμπανάκι για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την ύπαρξή του.
Οτι κάποτε, όχι πολύ παλιά, έως το 1979, εκεί υπήρχε ζωή. Οι κάτοικοί του όμως αναγκάστηκαν λόγω του έργου του Μόρνου να μετεγκατασταθούν και να οργανώσουν στο εξής τη ζωή τους αλλού. Και γι’ αυτό, ακόμη κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια, για κάποιους ανθρώπους οι εικόνες αυτές ξανανοίγουν πληγές θυμίζοντάς τους τα σπίτια, τα χωράφια, τις περιουσίες τους, τα βιώματά τους στον τόπο όπου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και υποχρεώθηκαν τελικά να τον εγκαταλείψουν. Μερικοί, πάντως, επέλεξαν να μείνουν τελικά σε ένα παραπλήσιο νέο χωριό, σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Το 2021 η απογραφή έδειξε 23 μόνιμους κατοίκους.
Το πολυφωτογραφημένο Κάλλιο ήταν ένα μικρό χωριό, σε υψόμετρο 460 μέτρων, βορειοδυτικά του Λιδωρικίου, με περίπου 200 κατοίκους. Είχε μακρά ιστορία, από τον 4ο αιώνα π.Χ., με την ονομασία Καλλίπολις. Ευτυχώς, πριν από την πλήρωση του ταμιευτήρα με νερό, ο καθηγητής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης πραγματοποίησε μεταξύ 1977-79 συστηματικές ανασκαφές που αποκάλυψαν τον οχυρωματικό περίβολο, ιερά της Δήμητρας και της Κόρης, βουλευτήριο, αγορά, θέατρο και νεκροπόλεις. Στην περίφημη «Οικία του Αρχείου» ανακαλύφθηκαν περί τα 600 πήλινα σφραγίσματα. Αρκετά ευρήματα εκτίθενται σήμερα στην Αρχαιολογική Συλλογή Λιδωρικίου και ορισμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφισσας.
– Σφεντύλι. Ανάλογη περίπτωση χωριού με το Κάλλιο, που βυθίζεται και ξεπροβάλλει ξανά, κάπως σαν να νεκρανασταίνεται, όταν τα νερά υποχωρούν, είναι το Σφεντύλι στη Χερσόνησο του Ηρακλείου, η «Ατλαντίδα της Κρήτης». Δημιουργούνται ανάμεικτα συναισθήματα σε όποιον αντικρίζει το θέαμα, γιατί το έργο στο φράγμα του Αποσελέμη είναι πρόσφατο και τα σπίτια, οι δρόμοι, οι αγροτικές εγκαταστάσεις του χωριού δεν έχουν ακόμα προλάβει να γίνουν ερείπια.

Το Σφεντύλι βρισκόταν σε υψόμετρο 210 μέτρων. Κατοικούσαν περίπου 100 άνθρωποι, όταν αποφασίστηκε η κατασκευή του φράγματος. Αναγκάστηκαν βέβαια να το εγκαταλείψουν. Αλλά αυτό εξελίχθηκε σταδιακά, από το 2000, όταν ξεκίνησαν τα έργα και συνεχίστηκε με τους ρυθμούς που ανέβαινε το νερό, όταν μπήκε σε λειτουργία. Δεν ήθελαν δηλαδή να φύγουν, έμειναν όσο μπορούσαν. Οι τελευταίοι το εγκατέλειψαν το 2015.
Τώρα, φυσικά, είναι ακατοίκητο. Και όταν τα νερά υποχωρούν λόγω της ανομβρίας, το χωριό αναδύεται ξανά. Και οι εικόνες του συγκλονίζουν. Πολλοί παλιοί κάτοικοί του το επισκέπτονται και αναπολούν τα βιώματά τους στον χρόνο που έζησαν εκεί – αλλά μπροστά πια σε νεκρά σπίτια, με τοίχους που έχουν αρχίσει να καταρρέουν, έρημους και αποσαθρωμένους δρόμους, χωράφια χωρίς ζωή.
Η συνέχεια εδώ: